ἐπαρχία

ἐπαρχία
ἐπαρχ-ία, ,
A the government of an ἔπαρχος, or the district governed by him, = Lat. provincia, Plb.2.19.2, SIG888.45 (Scaptopara, iii A. D.), Str.3.4.20, 17.3.25 (pl.), D.S.37.10, 38.8, al., Act.Ap.23.34, Plu.Caes.4; of Carthage, empire, Phleg.Mir. 18.
II military 'command', force occupying a district, Ph.Bel. 96.49 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπαρχία — ἐπαρχίᾱ , ἐπαρχία the government of an fem nom/voc/acc dual ἐπαρχίᾱ , ἐπαρχία the government of an fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαρχίᾳ — ἐπαρχίαι , ἐπαρχία the government of an fem nom/voc pl ἐπαρχίᾱͅ , ἐπαρχία the government of an fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαρχιά — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • επαρχία — η 1. παλαιότερη διοικητική περιφέρεια που υπαγόταν στο νομό. 2. κάθε άλλη περιοχή της χώρας εκτός από την περιοχή όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα: Φαίνεται απ το ντύσιμό του ότι είναι από επαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Επαρχία του Ακρωτηρίου — (αγγλ. Province of the Cape of Good Hope, αφρικαν. Kaap provinsie). Παλαιότερη επαρχία (660.780 τ. χλμ.) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Ήταν η πιο εκτεταμένη από της τέσσερις επαρχίες της χώρας. Περιλάμβανε την περιοχή νότια του Οράγκη και… …   Dictionary of Greek

  • Τεμένους, επαρχία — Διοικητική διαίρεση (έκτ. 184 τ. χλμ., του νομού Ηρακλείου. Πρωτεύουσα είναι το Ηράκλειο. Η επαρχία Τ. αποτελούσε στα χρόνια της τουρκοκρατίας, μαζί με το Μαλεβύζι, μία επαρχία. Στην επαρχία αυτή βρίσκονται μεγάλοι οικισμοί όπως των Αρχανών (Πάνω …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Βασιλείου, επαρχία — Πρώην επαρχία (350 τ. χλμ.) του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης, που καταργήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας. Η επαρχία βρισκόταν στο τμήμα του νησιού που εκτείνεται προς το Λιβυκό πέλαγος και συνόρευε με τις πρώην επαρχίες Σφακίων και Αμαρίου.… …   Dictionary of Greek

  • Αιγιαλείας, επαρχία — Πρώην επαρχία (513 τ. χλμ.) του νομού Αχαΐας, στο βορειοανατολικό τμήμα του. Αιγιαλείς ονομάζονταν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας και της περιοχής της. Στα χρόνια της φραγκοκρατίας η επαρχία λεγόταν Βοστίτσα. Είχε πρωτεύουσα το Αίγιο …   Dictionary of Greek

  • Βάλτου, επαρχία — Μία από τις ιστορικές πρώην επαρχίες του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στο ΒΔ τμήμα του. Πρωτεύουσά της ήταν η Αμφιλοχία. Οι κάτοικοι της ε.Β. είχαν διακριθεί για τη μαχητικότητά τους. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν σε συνεχή αγώνα εναντίον των… …   Dictionary of Greek

  • Λευκωσίας, επαρχία — Διοικητική διαίρεση (2.727 τ. χλμ., 273.129κάτ. το 2001) της Κύπρου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού. Στα ΒΔ βρέχεται από τον κόλπο της Μόρφου. Συνορεύει στα Β με την επαρχία Κερύνειας, στα Α με τις επαρχίες Αμμοχώστου και Λάρνακας, στα Ν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”